προσκυνητήριον

προσκυνητήριον
προσκυνητήριον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προσκυνητήριο — το / προσκυνητήριον, ΝΜΑ τόπος προσκύνησης και, ιδίως, τόπος προσευχής, ευκτήριος οίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσκυνῶ + κατάλ. τήριο(ν), πρβλ. μελετη τήριον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”